- κλοιῶν
- κλοιόςdog-collarmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χειροπέδη — η 1. δεσμός των χεριών, κλάπα. 2. στον πληθ., χειροπέδες ζευγάρι κλοιών που συνδέονται μ αλυσίδα με τους οποίους δεσμεύονται οι κρατούμενοι, όταν βρίσκονται έξω από τις φυλακές: Τον μετέφεραν με χειροπέδες από τις φυλακές στο ανακριτικό γραφείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)